- κερματοδέσμη
- ηδεσμίδα σιδερένιων τεμαχίων την οποία χρησιμοποιούσαν ως βλήμα τών παλαιών πυροβόλων, αλλ. κερματοθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, -τος + δέσμη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. paquet amitrailles. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.